προσκυνῶ

προσκυνῶ
προσκυνέω
make obeisance
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
προσκυνέω
make obeisance
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
προσκυνέω
make obeisance
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
προσκυνέω
make obeisance
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… …   Dictionary of Greek

  • προσκυνώ — προσκυνάω / προσκυνώ, προσκύνησα, προσκυνημένος βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προσκυνώ — προσκύνησα, προσκυνημένος 1. υποκλίνομαι με σεβασμό, σέβομαι, τιμώ: Προσκύνησε ταπεινά την εικόνα του Χριστού. 2. χαιρετίζω με σεβασμό: Καλογεράκι εγίνη, ράσα φόρεσε, πάγει στην πόρτα κλαίει, πέφτει προσκυνά (δημ. τραγ.). 3. δηλώνω υποταγή σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δοξάζω — (AM δοξάζω) [δόξα] 1. νομίζω, φρονώ 2. εγκωμιάζω, επαινώ, δοξολογώ 3. τιμώ ως θεό, λατρεύω, προσκυνώ («αυτός μου θεός και δοξάσω αυτόν», ΠΔ) μσν. νεοελλ. κάνω κάποιον ή κάτι ν αποκτήσει δόξα, τιμή, φήμη («τ όνομά μου δόξασέ το») μσν. 1. τιμώ,… …   Dictionary of Greek

  • κοντοπροσκυνώ — σκύβω και προσκυνώ, γέρνω το σώμα για να προσκυνήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + προσκυνώ] …   Dictionary of Greek

  • μυριοπροσκυνώ — μυριοπροσκυνῶ (Μ) προσκυνώ άπειρες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + προσκυνῶ] …   Dictionary of Greek

  • προσκύνημα — το, ΝΜΑ [προσκυνῶ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσκυνώ, η εκδήλωση λατρευτικού σεβασμού και η απόδοση τιμής, ιδίως προς το θείο 2. το ταξίδι τού προσκυνητή («ετοιμάζεται για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους») νεοελλ. 1. τόπος στον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • προσκύνηση — η / προσκύνησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσκυνῶ] 1. η ενέργεια τού προσκυνώ, η εκδήλωση ευλαβούς λατρείας και τιμής, ιδίως προς το θείο («η προσκύνηση τών Μάγων») 2. εκδήλωση πιστής υποταγής σε πρόσωπο («τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐλευθερωτάτους προσαναγκάσεις ἐς… …   Dictionary of Greek

  • σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ …   Dictionary of Greek

  • проскинитарий — описание паломничества в св. землю (Мельников), начиная с Арсен. Сухан. Из греч. προσκυνητάριον от προσκυνῶ преклоняю колени, почитаю …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”