προσκυνώ — άω / προσκυνῶ, έω, ΝΜΑ 1. (κυρίως σχετικά με τον Θεό, τις θεϊκές δυνάμεις και τις υλικές απεικονίσεις τους) προσκλίνω ή γονατίζω με ευλάβεια, εκδηλώνω ευλαβή θρησκευτική λατρεία και σεβασμό (α. «προσκυνήσαμε τον Επιτάφιο» β. «καὶ εὐδοκήσας ὁ… … Dictionary of Greek
προσκυνώ — προσκυνάω / προσκυνώ, προσκύνησα, προσκυνημένος βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσκυνώ — προσκύνησα, προσκυνημένος 1. υποκλίνομαι με σεβασμό, σέβομαι, τιμώ: Προσκύνησε ταπεινά την εικόνα του Χριστού. 2. χαιρετίζω με σεβασμό: Καλογεράκι εγίνη, ράσα φόρεσε, πάγει στην πόρτα κλαίει, πέφτει προσκυνά (δημ. τραγ.). 3. δηλώνω υποταγή σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοξάζω — (AM δοξάζω) [δόξα] 1. νομίζω, φρονώ 2. εγκωμιάζω, επαινώ, δοξολογώ 3. τιμώ ως θεό, λατρεύω, προσκυνώ («αυτός μου θεός και δοξάσω αυτόν», ΠΔ) μσν. νεοελλ. κάνω κάποιον ή κάτι ν αποκτήσει δόξα, τιμή, φήμη («τ όνομά μου δόξασέ το») μσν. 1. τιμώ,… … Dictionary of Greek
κοντοπροσκυνώ — σκύβω και προσκυνώ, γέρνω το σώμα για να προσκυνήσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + προσκυνώ] … Dictionary of Greek
μυριοπροσκυνώ — μυριοπροσκυνῶ (Μ) προσκυνώ άπειρες φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + προσκυνῶ] … Dictionary of Greek
προσκύνημα — το, ΝΜΑ [προσκυνῶ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσκυνώ, η εκδήλωση λατρευτικού σεβασμού και η απόδοση τιμής, ιδίως προς το θείο 2. το ταξίδι τού προσκυνητή («ετοιμάζεται για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους») νεοελλ. 1. τόπος στον οποίο… … Dictionary of Greek
προσκύνηση — η / προσκύνησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσκυνῶ] 1. η ενέργεια τού προσκυνώ, η εκδήλωση ευλαβούς λατρείας και τιμής, ιδίως προς το θείο («η προσκύνηση τών Μάγων») 2. εκδήλωση πιστής υποταγής σε πρόσωπο («τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐλευθερωτάτους προσαναγκάσεις ἐς… … Dictionary of Greek
σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ … Dictionary of Greek
проскинитарий — описание паломничества в св. землю (Мельников), начиная с Арсен. Сухан. Из греч. προσκυνητάριον от προσκυνῶ преклоняю колени, почитаю … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера